περιηγούμενος

περιηγούμενος
περιηγέομαι
lead round
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)
περϊηγούμενος , περιηγέομαι
lead round
pres part mid masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λασσάνης, Γεώργιος — (Κοζάνη 1793 – Αθήνα 1870). Λόγιος, Φιλικός και πολιτικός. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στη Λειψία. Το 1818 ταξίδεψε διαδοχικά στην Πέστη της Ουγγαρίας και στη Μόσχα, για να καταλήξει στην Οδησσό, όπου εργάστηκε αποδοτικά ως δάσκαλος στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”